Γλαυξ

ἡ γλαῦξ. τῆς γλαυκός. τῇ γλαυκί. τήν γλαῦκα. (ὦ) γλαῦξ.
αἱ γλαῦκες. τῶν γλαυκῶν. ταῖς γλαυξί / γλαυξίν. τάς γλαῦκας. 

Η Γλαύξ τού Παπαδιαμάντη

Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.