Τηλ. παραγγελιών: +30 210-6819911
Jewellery Global Shipment
Τηλ. παραγγελιών: +30 210-6819911
Jewellery Global Shipment
Ο Έρωτας και η Ψυχή είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι,
που βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα.
Αυτός είναι ο μύθος τού Έρωτα και τής Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος,
Ρωμαίος συγγραφέας τού 2ου μ.Χ. αιώνα
Μια φορά και έναν καιρό σε μια μεγάλη, πλούσια και δυνατή πόλη
ζούσαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα με τις τρεις κόρες τους.
Η μικρότερη, που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη,
που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί.
Έτσι, όποιος την έβλεπε, έμενε θαμπωμένος και την προσκυνούσε,
λες και είχε μπροστά του την ίδια τη θεά.
Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά που είχε κατέβει στη γή.
Τα ιερά τής Αφροδίτης, στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο ερημώθηκαν.
Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν.
Ο κόσμος, που λάτρευε τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά τής θνητής
και αυτήν πλέον προσκυνούσε και λάτρευε.
Η θεά Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί.
Πρόσταξε, λοιπόν, τον γιό της τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του
και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο στον κόσμο.
Έτσι η ομορφιά τής Ψυχής, στάθηκε η αιτία τής μεγάλης της δυστυχίας.
Όλοι οι νέοι έμεναν μαγεμένοι από την ομορφιά της,
αλλά κανείς δεν τολμούσε να την ζητήσει για γυναίκα του.
Οι δυο αδερφές είχαν, ήδη, από καιρό παντρευτεί,
ενώ η Ψυχή έρημη και μόνη έμενε στο παλάτι και καταριόταν την ομορφιά της.
Απογοητευμένος ο βασιλιάς αποφάσισε να ρωτήσει
το Μαντείο τού Απολλωνα στη Μίλητο για την τύχη τής κόρης του.
Η απάντηση τού θεού ήταν αλλοκοτη και σκληρή.
Έπρεπε να οδηγήσουν την κόρη νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντευτεί στον Κάτω Κόσμο,
στην πιο ψηλή κορυφή ενός έρημου και μακρυνού βουνού.
Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που τής είχε τάξει το ριζικό της,
ένα τεράστιο φτερωτό φίδι που τρόμαζε ακόμα και εκείνον το θεό Δία.
Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Έτσι όλος ο λαός μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια
ως την κορυφή τού βουνού, όπου την άφησαν και έφυγαν.
Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε και ταξιδεύοντας πάνω από στεριές και θάλασσες,
την έφερε και την άφησε σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Σαστισμένη η Ψυχή άρχισε να εξερευνεί το χώρο ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα ολόχρυσο παλάτι.
Παρ’ όλο το φόβο που ένιωθε αποφάσισε και μπήκε μέσα να το εξερευνήσει.
Καθώς περπατούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο μέσα στο παλάτι, ξαφνικά άκουσε μια φωνή να τής λέει :
Μή φοβάσαι !!! Κάθισε να ξαποστάσεις. Και όταν θελήσεις να λουστείς και να περιποιηθείς την ομορφιά σου,
φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου, η κάθε σου επιθυμία, είναι για ‘μάς προσταγή.
Πραγματικά οι υπηρέτες έκαναν τα πάντα για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν.
Τη βοήθησαν να λουστεί, τής έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και τής τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους ‘δεί.
Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος ιδιοκτήτης τού παλατιού και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του,
προτού όμως ξημερώσει, χάθηκε από κοντά της χωρίς να ‘δεί το πρόσωπό του.
Έτσι περνούσε ο καιρός.
Την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μη τής λείψει τίποτα
και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη.
Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος.
Κοντά τους είχαν έρθει οι άλλες δύο κόρες τους και προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν.
Η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη,
ολομόναχη την ημέρα ανάμεσα σε αόρατους υπηρέτες
και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άνδρα που που δεν είχε ‘δεί το πρόσωπό του.
Στο τέλος, με δάκρυα και παρακάλια, η Ψυχή κατάφερε να πείσει τον άνδρα της
να επιτρέψει να έρθουν οι αδερφές της για να τής κρατήσουν συντροφιά,
με μία όμως προϋπόθεση, μπορούσε να χαρίσει ότι ήθελε στις αδερφές της
αλλά σε καμμία περίπτωση δεν θά ‘πρεπε να πλανηθεί από τις αδερφές της
και να αποτολμήσει να ‘δεί το πρόσωπό του στο φως τής ημέρας.
Τότε θα τον έχανε για πάντα και θα γινόταν δυστυχισμένη.
Η Ψυχή τού υποσχέθηκε να σεβαστεί την επιθυμία του.
Άλλωστε και η ίδια τον είχε αγαπήσει και δεν ήθελε να τον χάσει.
Γνωρίζει ακόμα πως από τη διαγωγή της εξαρτάται και η φύση τού παιδιού που κυοφορούσε,
αν συμμορφωθεί με τη επιθυμία τού άνδρα της, το παιδί θα γεννιόταν αθάνατο. Αν όχι θνητό.
Οι αδερφές τής Ψυχής είχαν ανέβει εκείνες τις ημέρες στο βουνό
προκειμένου να κλάψουν την αδερφή τους που την πίστευαν για χαμένη.
Στους θρήνους τους ανταποκρίθηκε η Ψυχή που τις κάλεσε κοντά της.
Καβάλα στο Ζέφυρο βρέθηκαν σε λίγα λεπτά στο παλάτι.
Όταν αντίκρυσαν, επιτέλους, την Ψυχή να ζεί μια χαρά η χαρά τους ήταν ανείπωτη.
Όμως με τον καιρό ζήλεψαν την αδερφή τους για την μεγάλη τύχη της
και ο φθόνος τους, κάθε φορά που την επισκέπτονταν, όλο και μεγάλωνε
βλέποντας όλους εκείνους τους αναρίθμητους θησαυρούς που βρίσκονταν στο παλάτι
και που η ανυποψίαστη Ψυχή με μεγάλη χαρά τους έδειχνε.
Στους γέρους γονείς οι δύο αδερφές δεν είπαν τίποτα για την τύχη τής Ψυχής
και τους άφησαν να πιστεύουν πως η μικρότερή τους δερφή ήταν πεθαμένη.
Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο, παρά μόνο το κακό τής Ψυχής.
Δεν σταματούν να την ρωτούν πώς είναι ο άνδρας της.
Η Ψυχή αναγκάζεται να τους ‘πεί ψέμματα, πως τάχα ο άνδρας είναι νέος, όμορφος και δυνατός
και πως περνάει τη μέρα του πάνω στα βουνα κυνηγώντας.
Αυτό κάνει τις δύο αδερφές να φθονήσουν ακόμα περισσότερο την Ψυχή
γιατί και οι δύο είχαν παντρευτεί γέρους και ανύμπορους βασιλιάδες.
Ο σύντροφος τής Ψυχής γνωρίζει πολύ καλά τις σκέψεις και διαθέσεις τών δύο γυναικών
γι αυτό σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή
που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή
Οι αδερφές της επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες και κάποτε η Ψυχή υπέπεσε σε αντιφάσεις
όταν τους είπε ότι ο άδρας της είναι έμπορος στην διπλανή πόλη κάπως ηλικιωμένος
ξεχνώντας ότι στην αρχή τους είχε μιλήσει για έναν νέο, όμορφο και δυνατό άνδρα.
έτσι ύστερα από αυτήν της την αντίφαση και ύστερα από πιέσεις τών δύο αδερφών της
παραδέχτηκε οτι δεν είχε ‘δεί ποτέ το πρόσωπο τού άνδρα της.
Εκείνες τότε την έπεισαν πως ο άνδρας της δεν είναι τίποτε άλλο από το φίδι τής προφητείας τού Απόλλωνα.
Αν την φροντίζει είναι γιατί θέλει να τη φάει μόλις γεννηθεί το παιδί που έχει στα σπλάχνα της.
Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλυτώσει από το θάνατο.
Να ανάψει το βράδυ ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι τού φιδιού.
Η Ψυχή βασανίστηκε πολύ και στο τέλος πήρε την απόφαση πως πρέπει να χτυπήσει πρώτη.
Έτσι ένα βράδυ όταν ο άνδρας πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε εκείνη άναψε το λυχνάρι.
Κάτω όμως από το φως του τα έχασε όταν αντίκρυσε τον ίδιο τον Έρωτα, ένα πανέμορφο παληκάρι.
Στα πόδια τού κρεβατιού ήταν ριχμένα τα άρματά του, το τόξο, η φαρέτρα με τα βέλη.
Η Ψυχή πήρε τότε ένα βέλος και καθώς το περιεργαζόταν πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο.
Από εκείνη τη στιγμή ερωτεύθηκε παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα
και μετανιωμένη για την ευπιστία της και την αμυαλιά της
προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτόν της.
Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Ξαφνικά, μία σταγόνα καυτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει στον γυμνό ώμο τού θεού.
Εκείνος ξυπνά και πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και,
διαπιστώνοντας την απιστία τής γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει.
Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από τα πόδια του και ανυψώνεται μαζί του στα σύννεφα.
Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί.
Ο Έρωτας κατέβηκε και κάθισε στην κορυφή ένος κυπαρισσιού
και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία της, πέταξε πάλι στα ύψη και χάθηκε.
Η Ψυχή ρίχτηκε, από την απελπισία της, σ’ ένα ποτάμι να πνιγεί,
εκείνο όμως την σήκωσε απαλά επάνω στα νερά του και την απόθεσε στην χλόη τής όχθης του.
Ο θεός Πάν που βρισκόταν εκεί κοντά κατάφερε να την μεταπείσει και να τής δώσει θάρρος.
Από τότε ένας είναι ο σκοπός τής ζωής της, να ξαναβρεί την χαμένη της ευτυχία.
Πρώτα , πρέπει να τιμωρήσει τις δύο αδερφές της.
Στην πρώτη εξομολογήθηκε πως ο Έρωτας την εγκατέληψε προκειμένου να παντρευτεί εκείνην.
Δεν χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άνδρα της,
λέγοντάς του πως πέθαναν οι γονείς της και θα ανέβει στο βουνό να γκρεμιστεί στα βράχια,
πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως ο Ζέφυρος, όπως και τις προηγούμενες φορές,
θα τη σηκώσει να την πάει στο παλάτι. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώθηκε και η άλλη αδεφή.
Ύστερα από την τιμωρία τους η Ψυχή ξεκινάει να ‘βρεί τον Έρωτα.
Άδικά όμως, παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες.
Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρ’ όλο που την συμπονούν,
δέχονται να την βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους,
γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα,
επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξεγελάσει τον γιό της.
Στο τέλος, πηγαίνει στο παλάτι τής Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα ‘βρεί τον Έρωτα
και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια τής θεάς.
Απο αυτήν την στιγμή αρχίζουν τα πραγματικά βάσανα τής Ψυχής.
Δύο έμπιστες δούλες τής θεάς η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα.
Τής βγάζουν τρίχα τρίχα τα μαλλιά, τη δέρνουν και τής ξεσκίζουν τα ρούχα.
Η ίδια η θεά τη διατάζει να ξεχωρίσει από ένα τεράστιο σωρό με καρπούς τής γής
το κάθε είδος ξεχωριστά, το σιτάρι, το κριθάρι, το κεχρί, τη φακή, το παπαρουνόσπορο.
Με τη βοήθεια τών μυρμηγκιών, στο τέλος, η Ψυχή τα καταφέρνει.
Την άλλη μέρα η θεά την προστάζει να πάει στο βουνό
και να φέρει μαλλί από τα άγρια πρόβατα που ζούν εκεί
και ύστερα να φέρει νερό από την πηγή τής Στύγας που την φυλάνε άγριοι δράκοι.
Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές βρήκε συμπαραστάτες,
πρώτα το καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει το μαλλί
που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια τών θάμνων
και ύστερα ο αετός τού Δία που γέμισε το κανάτι με νερό από την πηγή.
Οι δοκιμασίες και τα βάσανα τής Ψυχής δεν τελειώνουν εδώ.
Η Αφροδίτη τήν στέλνει στον κάτω κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή τής ομορφιάς.
Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη τού πάθους της, θα τα καταφέρει,
έχοντας μαζί της την πολύτιμη βοήθεια ενός μαγικού πύργου.
Στον πύργο αυτό είχε ανέβει η Ψυχή με σκοπό να πηδήξει και να αυτοκτονήσει.
Ο πύργος τη λυπήθηκε και τής συμπαραστάθηκε.
Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή θέλησε να δοκιμάσει λίγο
ελπίζοντας ότι θα γίνει ακόμα πιο όμορφη και ο Έρωτας θα τη θελήσει και πάλι.
Ανοίγοντας το βάζο ένας αποπνιχτικός καπνός αναδύθηκε, ο Ύπνος,
την τύλιξε και έχασε τις αισθήσεις της.
Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Τα βάσανά της έφτασαν στο τέλος τους.
Ο Έρωτας που δεν την είχε λησμονήσει, κατόρθωσε και γλύστρησε έξω από το δωμάτιο,
που τον είχε κλειδώσει η μάνα του, ξανακλειδώνει τον Ύπνο στο βάζο και ξυπνάει την Ψυχή.
Αργότερα, σε συμβούλιο τών θεών, με τη βοήθεια τού Δία,
ο Έρωτας καταπραϋνει τον θυμό τής μητέρας του και παντρεύεται την Ψυχή.
Η Ψυχή γίνεται η γυναίκα τού Έρωτα και τής χαρίζεται η αθανασία.
Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στη ζωή τον καρπό τής αγάπης τους, την Ηδονή.
Αντιγραφή από: Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών
Επισκεφθείτε το e-shop μας και δείτε
Κοσμήματα αφιερωμένα στη γιορτή τών Ερωτευμένων