Τηλ. παραγγελιών: +30 210-6819911
Jewellery Global Shipment
Τηλ. παραγγελιών: +30 210-6819911
Jewellery Global Shipment
Αρχαία Ελληνικά αγγεία - Τύποι Χρήση και Ονομασία τους.
Στις εικόνες που ακολουθούν παρουσιάζονται Αγγεία
που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα,
για να γνωρίσετε καλύτερα τις ονομασίες και τον τρόπο χρήσης τους
σε κάθε σπίτι και σε κάθε έργο τέχνης της αρχαίας Ελληνικής κοινωνίας.
Αλάβαστρον στην τέχνη και την αρχαιολογία εννοείται αγγείο με ψηλό σώμα και μικρό στόμιο.
Συνήθως δε διαθέτει λαβή, αν και ενίοτε έχει μικρές τρύπες ή αυτιά για τη μεταφορά του.
Το όνομα αλάβαστρον προέρχεται πιθανώς από την αιγυπτιακή λέξη α λα Μπαστ,
που σημαίνει «δοχείο της Εμπάστ» (θεά).
Το αλάβαστρον χρησιμοποιείτο από γυναίκες, κυρίως για την αποθήκευση αρωματικών ελαίων,
όπως τουλάχιστον μαρτυρείται στις αγγειογραφικές σκηνές.
Εισήχθη κατά τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα
και εξαφανίστηκε από το προσκήνιο κατά τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η σκηνή που διακοσμεί το αγγείο καλύπτει περιμετρικά το σώμα.
Το ύψος του ποικίλλει από 15-20 εκ.
Αμφορέας είναι ένα αγγείο με οβάλ σώμα με κάθετη λαβή αμφίπλευρα.
Χρησιμοποιείτο για την αποθήκευση οίνου και ενίοτε ελαίου.
Το όνομα αμφορεύς προέρχεται από το επίρρημα αμφί και το ρήμα φέρειν.
Οι αμφορείς επινοήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα και υιοθετήθηκαν από τους Ρωμαίους
ως κύρια μέσα μεταφοράς και αποθήκευσης κρασιού, λαδιού ελαιόκαρπου, δημητριακών, ψαριών κ.α.
Χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την Ελληνική Μεσόγειο
και τις επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας περίπου έως τον 16o αιώνα.
Αρύβαλλος ένα μικρό σφαιρικό δοχείο με στενό στόμιο.
Η συνήθης χρήση του ήταν ως δοχείου που περιείχε αρώματα ή ελαιόλαδο
και συχνά απεικονίζεται στη ζωγραφική αγγείων
να χρησιμοποιείται από αθλητές κατά τη διάρκεια τού μπάνιου τους.
Στις αναπαραστάσεις αυτές, το δοχείο είναι μερικές φορές
δεμένο στον καρπό τού αθλητή ή κρέμεται από έναν ιμάντα στον τοίχο.
Το σχήμα του αρύβαλλου προήλθε
από τις οινοχόες τής Γεωμετρικής περιόδου του 9ου αιώνα π.Χ.
Κατά την πρωτοκορινθιακή περίοδο τού 8ου αιώνα π.Χ.,
είχε καθιερωμένα χαρακτηριστικά ως προς το σχήμα του,
από το σφαιροειδές προς το κωνοειδές, καταλήγοντας τελικά στο σφαιροειδές.
Η χαρακτηριστική αυτή μορφή του έχει ένα ευρύ, επίπεδο στόμιο και μια μικρή λαβή.
Άλλες παραλλαγές έχουν καμπανόσχημα στόμια,
μια επιπρόσθετη λαβή, ή και μια επίπεδη βάση.
Οι αγγειοπλάστες συνέχισαν να πειραματίζονται δημιουργικά
με διάφορα σχήματα με τους αρύβαλλους.
Κάνθαρος είναι είδος αρχαίου ελληνικού αγγείου με σώμα σχήματος ποτηριού
με κάθετη λαβή αμφίπλευρα, συνδεδεμένη με το χείλος του αγγείου
και με υψηλή καμπυλωμένη λαβή στο επάνω μέρος.
Ως σκεύος είναι συνδεδεμένο με την λατρεία του θεού Διονύσου,
και αποτελεί σύμβολό του.
Κρατήρας ήταν το αγγείο, στο οποίο αναμιγνυόταν το νερό και το κρασί,
η λέξη προέρχεται από το κεράννυμι, που σημαίνει αναμιγνύω.
Ο μεγαλύτερος,164 εκατοστά, χάλκινος, ελληνικός,
βρέθηκε στο Vix της Γαλλίας, κοντά στο Chatillon-sur-Seine,
στον τάφο μιας πριγκίπισσας των Κελτών.
(Πηγή: Κουρτ Μπένες, αινίγματα του παρελθόντος, σελ.28)
Οι αρχαίοι Έλληνες έπιναν το κρασί τους αναμεμιγμένο με νερό, οίνο κεκραμμένο δηλαδή.
Όσοι έπιναν τον οίνο άκρατο, σκέτο, ονομάζονταν ακρατοπότες,
κάτι ανάλογο με τον σημερινό μέθυσος.
Ο Κρατήρας έχει συνήθως στρογγυλό σώμα, ευρύ στόμιο, βαριά βάση και λαβές αμφίπλευρα.
Γενικά ταξινομείται σε τέσσερις τύπους, από το σχήμα του σώματος ή των λαβών.
Ο ελικοειδής κρατήρας φέρει λαβές αμφίπλευρα στη μορφή έλικας.
Ο κιονοειδής κρατήρας φέρει λαβές σε κιονοειδές σχήμα
και ο καλυκόσχημος κρατήρας σώμα σε μορφή κάλυκα.
Ο κωδωνόσχημος κρατήρας έχει σώμα σε σχήμα ανεστραμμένου κωδωνα.
Στην πρώιμη περίοδο του μελανόμορφου ρυθμού επινοήθηκε ο σκυφοειδής κρατήρας,
με σώμα σε μορφή κύπελλου, επιπωμάτιο και ψηλό στήριγμα.
Κύαθος (αρύταινα ή αντλητήριον είναι οι άλλες του ονομασίες)
είναι το όνομα που δίνεται στη σύγχρονη ορολογία
για ένα τύπο πήλινου αρχαιοελληνικού αγγείου με ζωγραφιές.
Το σχήμα του ήταν ψηλό, στρογγυλό,
με ελαφρώς κωνικό κύπελλο και μακριά, επίπεδη και λυγισμένη λαβή,
κάνοντάς το να μοιάζει με μια κουτάλα,
η οποία είναι και ο πιο κοντινός σύγχρονος απόγονός του.
Το μέσο μήκος ενός κύαθου ήταν περίπου 13 εκ.
Η πιθανή προέλευσή του είναι ετρουσκική
και προέρχεται από ανάλογο χάλκινο σκεύος.
Εφευρέτης του θεωρείται μάλλον ο αγγειοπλάστης Νικοσθένης, γύρω στα 530 π.Χ.
O κύαθος λειτουργούσε σαν σκεύος για την άντληση ή τη βύθιση
τού αραιωμένου οίνου από ένα αγγείο (κρατήρα ή πιθάρι)
Ο κύαθος αποτελούσε τη βάση για τη μέτρηση τών στερεών
(6 κύαθοι ισοδυναμούν με μια κοτύλη) και τών υγρών (1 ½ κύαθοι = 1 οξύβαφον).
Γαμικός Λέβης (λέβης του γάμου) είναι σκεύος τής αρχαιοελληνικής κεραμικής
που χρησιμοποιούταν στις τελετές γάμου,
κυρίως στο τελετουργικό ράντισμα της νύφης με νερό πριν τη τελετή.
Η μορφή του είναι παρόμοια του λέβητα,
αλλά διαφέρει στο ότι διαθέτει ένα ευρύ υψηλό πόδι
με κωνικό στήριγμα ενσωματωμένο στο κυρίως αγγείο και λαβές,
οι οποίες ξεκινούσαν από τους ώμους και κατέληγαν κοντά στα χείλη του αγγείου.
Σκηνές γάμου από την καθημερινή ζωή και τη μυθολογία
(για παράδειγμα οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδος)
συνήθως είναι ζωγραφισμένες στο σώμα του αγγείου και στη βάση.
Η εικονογραφία τους μπορεί επίσης να περιλαμβάνει
και τους μίμους τής εποχής τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ένας από τους πρώτους γαμικούς λέβητες
δημιουργήθηκε από τον Αττικό αγγειοπλάστη Σώφιλο (περ. 580-570)
και διακοσμήθηκε με την γαμήλια πομπή του Μενέλαου και της Ελένης.
Λεκανίδα είδος αγγείου, συνήθως ανοικτού τύπυ,
που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση ή άλλες χρήσεις.
Μπορεί να έχει δύο λαβές και να είναι συγκολλημένο στα περισσότερα τμήματά του,
ενώ η στεφάνη και η βάση του συχνά παρουσιάζουν μελανό χρώμα.
Συγκεκριμένα, η '' Χιακή λεκανίδα '' αναφέρεται σε ένα αγγείο
που κατασκευάστηκε στη Χίο και βρέθηκε στη Ναύκρατη της Αιγύπτου,
χρονολογείται γύρω στο 625-610 π.Χ., και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Μπορεί να είναι και πολύ μικρού μεγέθους (μικρογραφική),
χρησιμοποιούμενο για αποθήκευση κοσμημάτων ή αρωμάτων, με διακόσμηση στις λαβές.
Λήκυθος είναι τύπος ελληνικής αγγειοπλαστικής
η οποία χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιολάδου.
Αποτελείται από ένα στενό σώμα, ένα λεπτό και μακρύ λαιμό
και μια λαβή που συνδέει το λαιμό με το σώμα.
Χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου στον τάφο ανύπανδρων νεκρών.
Λουτροφόρος (λουτρόν + φέρω)
είναι ένας ξεχωριστός τύπος αγγείου αρχαιοελληνικής κεραμικής
που χαρακτηρίζεται από έναν επιμήκη λαιμό με δύο λαβές.
Ο λουτροφόρος χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά νερού
για το τελετουργικό λουτρό της νύφης πριν τον γάμο,
καθώς και σε νεκρώσιμες τελετές (τοποθετούνταν στους τάφους των ανύπαντρων).
Ο ίδιος ο λουτροφόρος είναι χαρακτηριστικό μοτίβο στις ελληνικές επιτύμβιες στύλες,
είτε ως ανάγλυφο (για παράδειγμα η λύκηθος στη στήλη του Παναιτίου)
είτε ως πέτρινο αγγείο. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν
σε μεγάλο αριθμό στον χώρο του Κεραμεικού στην Αθήνα,
μερικά από τα οποία σώζονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οινοχόη είναι αγγείο για την έκχυση του κρασιού που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα.
Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη από το οίνος και το χέω.
Το όνομα εφαρμόζεται για τον συγκεκριμένο τύπο,
έτσι όπως απαντάται στις εκάστοτε φιλολογικές μαρτυρίες.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες τής οινοχόης.
Η όλπη είναι ο πρωιμότερος τύπος με σιγμοειδές προφίλ.
Η οινοχόη τύπου α´ έχει τριφυλλοειδές στόμιο και υψηλή κάθετη λαβή,
ενώ η οινοχόη τύπου β´ έχει χαμηλότερη λαβή,
ο τύπος γ´ ονομάζεται επίσης χους και έχει βολβοειδές σώμα.
Υπάρχουν επίσης πολλά άλλα σχήματα
που ταξινομούνται αριθμητικά από τον τύπο δ´ έως τον τύπο ι´.
Η οινοχόη παρήχθη από την αρχή τού μελανόμορφου έως το τέλος τού ερυθρόμορφου ρυθμού,
αν και τα εκάστοτε προτιμώμενα σχήματα διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο.
Η διακοσμητική σκηνή εκτυλίσσεται συνήθως στο σώμα τού αγγείου, μέσα σε πλαίσιο.
Οι οινοχόες ήταν τόσο κοσμημένες όσο και ακόσμητες.
Υδρία, αγγείο με ωοειδές σώμα, διακριτό λαιμό και στρογγυλό στόμιο.
Έφερε κάθετη λαβή στον ώμο, που χρησιμοποιείτο για μεταφορά
και δύο οριζόντιες λαβές στις πλευρές, που χρησιμοποιούντο για ανύψωση.
Το όνομα «Υδρία» ετυμολογείται από το ύδωρ, δηλαδή το νεοελληνικό νερό.
Είναι ένα αγγείο που παρήχθη από τις αρχές τού μελανόμορφου ρυθμού,
αν και τα πρώιμα δείγματα είχαν εντελώς στρογγυλό σχήμα.
Η υδρία με το συνεχές προφίλ ονομάζεται κάλπις
και πιθανώς εισήχθη ταυτόχρονα με την ερυθρόμορφη τεχνική στα κεραμικά εργαστήρια.
Η διακοσμητική σκηνή αποτυπώνεται στο σώμα και συχνά στον ώμο,
ενώ η διάσταση ως προς το ύψος ποικίλλει από 40-50 εκ.
Ψυκτήρας στην αρχαία ελληνική κεραμική είναι ένα αγγείο σε σχήμα μανιταριού,
κούφιο μέχρι την επίπεδη βάση του, που χρησιμοποιούνταν για την ψύξη του κρασιού.
Ετοποθετείτο μέσα σε ένα μεγαλύτερο αγγείο, συνήθως ένα καλυκωτό κρατήρα,
που περιείχε δροσερό νερό.
Διάφορα σχήματα αγγείων για την ψύξη του κρασιού χρησιμοποιήθηκαν και παλιότερα.
Ψυκτήρες όμως του συγκεκριμένου σχήματος πρωτοκατασκευάστηκαν
από τους Πρωτοπόρους τού ερυθρόμορφου ρυθμού γύρω στο 520 π.Χ.,
προφανώς σε συνδυασμό με τον καλυκωτό κρατήρα,
σχήμα που πρωτοχρησιμοποίησε ο όψιμος Εξηκίας γύρω στο 530 π.Χ.
και καθιέρωσε λίγο αργότερα ο Ευφρόνιος.
Η χρήση ψυκτήρων δεν κράτησε περισσότερο από δυο γενιές:
Από το 460 π.Χ. περίπου και μετά σταματάει τόσο η παραγωγή ψυκτήρων
από τους αγγειοπλάστες όσο και η απεικόνισή τους στην αγγειογραφία.
Πυξίδα είναι είδος τής κεραμικής, τής αγγειοπλαστικής και ξυλογλυπτικής τέχνης
αρχικά, συνήθως στρογγυλό με ξεχωριστό καπάκι
που χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τις γυναίκες
για να φυλάσσουν τα κοσμήματα και τα καλλυντικά τους.
Σε μεταγενέστερες περιόδους κατασκευάζονται και από μέταλλο, φίλντισι ή άλλα υλικά.
Το όνομα προέρχεται από τα κορινθιακά κουτιά
που κατασκευάζονταν από ξύλο πυξού
και οι αρχικές παραστάσεις απεικόνιζαν συνήθως την πομπή του γάμου
από το σπίτι ενός νεαρού κοριτσιού με το νέο σύζυγό της.
Σε τέτοια αγγεία αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες υπογραφές καλλιτεχνών
(Χάρης σε μια πυξίδα και Τιμωνίδας σε ένα κομψό αθηναϊκό αγγείο,
με τον Αχιλλέα να περιμένει τον Τρωίλο.
Από τα δεκάδες είδη αγγείων που υπήρχαν στην αρχαιότητα
παρουσιάζονται τα πιο σημαντικά,
αποθηκευτικά, μείξης, ψύξης, άντλησης, μεταφοράς, πόσης, τελετουργικά,
ελαιοδοχεία, αρωμάτων, φύλαξης, επιτραπέζια, οικιακά.
Αν και το σχήμα κάθε αγγείου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη χρήση του,
η διακόσμηση έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμα ότι παρόλο που με την πάροδο των χρόνων
δημιουργήθηκαν πολλά κεραμικά κέντρα σε διάφορα σημεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου
τα περισσότερα σχήματα είναι κοινά.